“Ίσως κάποιος να πίστευε ότι η κοσμογυρισμένη λευκή ποικιλία Sauvignon Blanc θα έβρισκε το κλίμα της Ελλάδας πολύ ζεστό για να ευδοκιμήσει. Όχι μόνο όμως εγκλιματίστηκε άριστα σε αυτό, αλλά αποτελεί και τη βασική ποικιλία πίσω από τα πλέον καλοπουλημένα ξηρά λευκά κρασιά της χώρας. Αυτό μάλιστα δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη, αφού και στην Ελλάδα το Sauvignon Blanc μοιράζει απλόχερα αυτά για τα οποία είναι ξακουστό σε όλο τον κόσμο: το άρωμα, τη δροσιά, και τον ασύγκριτα τραγανό χαρακτήρα του.Φυτεμένο στα πιο κρύα κομμάτια του αμπελώνα της βόρειας και της κεντρικής Ελλάδας, αλλά και της Πελοποννήσου, εκμεταλλεύεται όλα τα μέσα της σύγχρονης οινοποίησης, που χρησιμοποιούν τα οινοποιεία προκειμένου να διατηρήσουν ή και να εντείνουν το άρωμα και το νεύρο της ποικιλίας. Οι προζυμωτικές εκχυλίσεις, η ζύμωση σε χαμηλές θερμοκρασίες και οι επιλεγμένες ζύμες χρησιμοποιούνται εκτεταμένα, προκειμένου να μεγεθύνουν το μοναδικό χαρακτήρα που προσδίδουν τα ελληνικά αμπελοτόπια. Έτσι, τα τυπικά αρώματά του, κίτρου, γκρέιπφρουτ και πράσινου σμέουρου –που βρίσκονται εδώ σε ώριμη μορφή– συμπληρώνονται με νότες πεπονιού και άγουρων λευκόσαρκων φρούτων. Όσο για το στόμα των κρασιών από ελληνικό Sauvignon Blanc παραμένει τραγανό, ελαφρύ και δροσιστικό, χωρίς να γίνεται επιθετικό. Είτε μόνο του, είτε ως κυρίαρχο συστατικό λευκών χαρμανιών, κερδίζει τους οινόφιλους από την πρώτη γουλιά. Με την αμεσότητά του και τον παιχνιδιάρικο χαρακτήρα του, είναι αγαπημένη επιλογή.”
“Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το Syrah έκανε τα πρώτα του βήματα στον ελληνικό αμπελώνα, κανένας δεν φανταζόταν ότι θα εξελισσόταν στο μεγάλο αστέρι των διεθνών ερυθρών ποικιλιών. Οι μικρές, σκουρόχρωμες ρώγες του ρουφούν άπληστα τον ήλιο της ελληνικής γης και τον μετατρέπουν σε ερυθρούς δυναμίτες, που έχουν δημιουργήσει παγκόσμια αίσθηση, επιτυγχάνοντας αμέτρητες διακρίσεις σε σημαντικούς διεθνείς διαγωνισμούς.Είναι τέτοια η εξάπλωση του σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, που θα ήταν αδύνατο να αναλυθεί επιτυχημένα ο χαρακτήρας που προσδίδει στην ποικιλία κάθε ελληνικό αμπελοτόπι. Ωστόσο, το σχεδόν μαύρο χρώμα, τα πυκνά αρώματα μαύρων φρούτων, γλυκόριζας και σοκολάτας και το πληθωρικό, σαρκώδες και γλυκόπιοτο στόμα είναι κοινός τόπος για τα περισσότερα κρασιά από ελληνικό Syrah. Αποτελώντας πολλές φορές τη ναυαρχίδα στον οινικό στόλο των παραγωγών, είναι φυσικό να απολαμβάνουν όλα τα προνόμια των «premium» κρασιών, όπως μικρές παραγωγές, χαμηλές αποδόσεις ανά πρέμνο, διαλογή κατά τον τρύγο, κορυφαίας ποιότητας βαρέλια κ.ά. Ωστόσο και τα κρασιά από Syrah ανταποδίδουν τις φροντίδες και μάλιστα με το παραπάνω. Λιγότερο γλυκερά από το αυστραλέζικα, πιο πολύπλοκα από αυτά της νότιας Αφρικής και πιο σωματώδη από τα «ξαδελφάκια» του Ροδανού, τα ελληνικά Syrah προσφέρουν εξαιρετικές επιδόσεις, που κάθε σοβαρός οινόφιλος πρέπει να δοκιμάσει. Η σπουδαία αυτή ερυθρή ποικιλία, όχι μόνο έχει βρει στην ελληνική γη ένα ιδανικό περιβάλλον, δίνοντας εξαιρετικά αποτελέσματα, αλλά αποτελεί και την ερυθρή αιχμή του δόρατος της μοντέρνας όψης του ελληνικού κρασιού, όσον αφορά τις διεθνείς ερυθρές ποικιλίες. Ως εκ τούτου, αποτελεί ταυτόχρονα απόλαυση, αλλά και μάθημα γι’ αυτούς που θέλουν να διευρύνουν την αρωματική και τη γευστική παλέτα τους και να βελτιωθούν ως γευσιγνώστες.”
“Μια από τις πλέον φημισμένες και ταξιδεμένες ποικιλίες του κόσμου, το Merlot, δεν θα μπορούσε να μη βρει το δρόμο του και στα ελληνικά εδάφη, και μάλιστα να αποκτήσει περίοπτη θέση, όχι μόνο δίνοντας πλήθος μονοποικιλιακών ερυθρών ξηρών κρασιών, αλλά συμμετέχοντας και σε χαρμάνια πολλών ελληνικών οίνων. Εκεί, το Merlot αναλαμβάνει να μαλακώσει το σκληροτράχηλο χαρακτήρα ποικιλιών όπως το Cabernet Sauvignon ή το Ξινόμαυρο. Φυτεμένο σχεδόν σε κάθε γωνιά της ηπειρωτικής και μέρους της νησιωτικής–με το περισσότερο να βρίσκεται στην κεντρική Μακεδονία, την κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο– το Merlot δεν κρύβει την προτίμηση του για τα βαριά, πηλώδη εδάφη και την υγρασία που αυτά συγκρατούν. Στην Ελλάδα το Merlot εκφράζεται με αρώματα μαύρων ώριμων φρούτων, μαζί με γλυκές βαλσαμικές νότες, καθώς και μαλακή, ευκολόπιοτη γεύση. Η σαρκώδης, γλυκόπιοτη παρουσία του εγγυάται τη διασκέδαση και τη χαρά, γοητεύοντας τους οινόφιλους, αλλά και κάθε έναν που θα δοκιμάσει ελληνικό κρασί από ή και από αυτό. Πληθωρικό, άμεσο και εξωστρεφές, το ελληνικό Merlot εκφράζει ιδανικά το νέο πρόσωπο του κρασιού της Ελλάδας, κερδίζοντας με την πρώτη γουλιά μία θέση στην καρδιά κάθε νέου οινόφιλου. Εκφράζοντας όμως παράλληλα και τη μοναδικότητα των ελληνικών αμπελοτοπίων, προσφέρει μια νέα προοπτική της ποικιλίας, με ενδιαφέρον για τους απαιτητικούς γνώστες του παγκόσμιου αμπελώνα.”
“Το Ασύρτικο είναι μια σπάνια λευκή ποικιλία παγκόσμιας κλάσης και μια από τις σπουδαιότερες ποικιλίες που απαντώνται στη λεκάνη της Μεσογείου. Προέρχεται από τη Σαντορίνη αλλά εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και έγινε, από άποψη ποιότητας, μία από τις πιο σημαντικές γηγενείς ποικιλίες. Δίνει κυρίως λευκά ξηρά κρασιά, μερικά από τα οποία ωριμάζουν σε βαρέλι. Το Ασύρτικο είναι μια από αυτές τις σπάνιες λευκές ποικιλίες αμπέλου που μπορούν να καλλιεργηθούν σε συνθήκες ζεστού και ξηρού κλίματος, διατηρώντας υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα (εν δυνάμει αλκοόλη), σε άριστη ισορροπία με τη ζωηρή οξύτητά του. Πρόκειται για μια ποικιλία που εστιάζει στη δομή, στο εκχύλισμα και στο γευστικό όγκο και λιγότερο στον αρωματικό χαρακτήρα. Έχει φυτευθεί στις περισσότερες ελληνικές αμπελουργικές περιοχές, από τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, ως τη Μακεδονία (ΠΟΠ Πλαγιές Μελίτωνα), την κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Σε αυτές τις περιοχές, το Ασύρτικο διατηρεί το φρέσκο και ορυκτώδη χαρακτήρα του, αλλά παρουσιάζει εντονότερα πρωτογενή αρώματα φρούτων και λιγότερο πυκνή δομή.”
“Η Μαλαγουζιά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ποικιλία-πεμπτουσία της αναγέννησης που έχουν σημειώσει τα σύγχρονα ελληνικά κρασιά, όπως διαπιστώνεται τα τελευταία είκοσι χρόνια. Είναι η σχηματοποίηση του τρόπου με τον οποίο οι έλληνες οινοπαραγωγοί ανακαλύπτουν ξανά το δυναμικό τους. Στη δεκαετία του 1970, θεωρείτο εξαφανισμένη και την ήξεραν ελάχιστοι. Σήμερα, μετά από επίπονη εργασία πανεπιστημιακών καθηγητών, κορυφαίων καλλιεργητών και οινολόγων, η Μαλαγουζιά θεωρείται ευρέως ως σταφύλι παγκόσμιας εμβέλειας, που δίνει έξοχα ξηρά λευκά κρασιά, καθώς επίσης και μερικά εκπληκτικά γλυκά. Δίνει κρασιά με μέτρια απαλό κιτρινοπράσινο χρώμα και πολύ έντονη, εξαιρετικά εκφραστική μύτη, με νύξεις ροδάκινου, πράσινης πιπεριάς, βασιλικού και λουλουδιών. Στο στόμα, το κρασί είναι στρογγυλό, γεμάτο, αλλά πάντα φρέσκο, με μετρίως υψηλά επίπεδα αλκοόλης. Προέλευση της εν λόγω ποικιλίας θεωρείται η δυτική πλευρά της κεντρικής Ελλάδας (Αιτωλοακαρνανία), όπου ήταν γνωστή κυρίως για την παραγωγή γλυκών κρασιών. Σύγχρονες καλλιέργειες εμφανίστηκαν ξανά στον αμπελώνα στη Χαλκιδική, ενώ υπάρχουν πολυάριθμοι παραγωγοί που καλλιεργούν Μαλαγουζιά, που απαντάται έτσι, σε πολλές αμπελουργικές περιοχές της Ελλάδας. Κάτω από τους επιβλητικούς βράχους των Μετεώρων, η Μαλαγουζιά βρήκε ένα ιδιαίτερο πεδίο έκφρασης και πια η περιοχή των Μετεώρων μας δίνει οίνους Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης. Είναι μια εξαιρετικά επιτυχημένη ποικιλία αμπέλου, με μεγάλη αναγνώριση. Τα κρασιά από αυτήν είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα αρωματικών λευκών κρασιών, γεμάτα ζωντάνια και πολυπλοκότητα. Τα ξηρά συνοδεύουν ιδανικά λαχανικά και γενικότερα σαλάτες, ακόμα και αγκινάρες, που είναι γνωστές για τη δυσκολία τους στο συνδυασμό με κρασί.””
“Μοναδικό στα διάφορα είδη του μοσχάτου, το Μοσχάτο Αμβούργου ξεχωρίζει από τις ερυθρωπές ρώγες του. Είναι μία από τις λίγες ποικιλίες που οινοποιούνται και παράλληλα καταναλώνονται ως επιτραπέζιες, γιατί έχει νόστιμο σταφύλι, έτοιμο να σαγηνεύσει με το άρωμά του, αλλά και να συμμετάσχει σε ερυθρά, ροζέ και γλυκά κρασιά. Το Μοσχάτο Αμβούργου απαντάται στον αμπελώνα της κεντρικής Ελλάδας. Τα εκρηκτικά και γλυκά αρώματά του, που θυμίζουν εσάνς γαρίφαλου, είναι το μεγάλο ατού της ιδιαίτερης αυτής ποικιλίας. Έτσι, ενώ συνήθως η χαμηλή οξύτητα και οι μαλακές ταννίνες του Μοσχάτου Αμβούρου δεν επιτρέπουν εύκολα να σταθεί από μόνο του για την παραγωγή μονοποικιλιακών οίνων, η προσθήκη του σε χαρμάνια είναι θαυματουργή. Αρκεί μια μικρή ποσότητα για να αναστήσει ακόμα και το πλέον άτονο αρωματικά κρασί.”
“Το όνομα του –Ξινόμαυρο– προέρχεται από το ξινό και το μαύρο, αν και στην πράξη, οι φλούδες των ρωγών του δεν είναι ιδιαίτερα πλούσιες σε χρωστικές. Το Ξινόμαυρο όμως εκπλήσσει με τις επιδόσεις και τον πολυδύναμο χαρακτήρα του, προσφέροντας «vin de garde» ερυθρά, δυναμικά ροζέ, αρωματικά αφρώδη, ακόμα και ιδιοσυγκρασιακά γλυκά κρασιά. Φυτεμένο σε κάθε γωνιά της κεντρικής και της Βόρειας Ελλάδας. «Δύστροπο» και απαιτητικό, το Ξινόμαυρο χρειάζεται κατάλληλο terroir, αυξημένες καλλιεργητικές φροντίδες, χαμηλές στρεμματικές αποδόσεις και κατάλληλες καιρικές συνθήκες, για να ξεδιπλώσει το μεγαλείο του. Τότε όμως, θυμίζει τη σπουδαία ποικιλία του Πιεμόντε, νεμπιόλο. Οι ομοιότητες όμως με αυτή δεν σταματούν εδώ. Το ρουμπινί χρώμα, το μαγικό μπουκέτο, που περιλαμβάνει από βιολέτες μέχρι πολτό ελιάς και από ντομάτα μέχρι καπνό και φραγκοστάφυλα, το υψηλόβαθμο, γεμάτο οξύτητα στόμα και οι άγριες ταννίνες, δίκαια του έχουν δώσει τον τίτλο «ελληνικό νεμπιόλο».Στην περίπτωση των ερυθρών κρασιών, μια μακρόχρονη παλαίωση καταφέρνει να τιθασεύσει το χαρακτήρα του και να χαρίσει τα βελούδινα διακεκριμένα κρασιά για τα οποία το Ξινόμαυρο είναι παγκοσμίως γνωστό. Άλλες φορές πάλι, οι παραγωγοί επιλέγουν την πρόσμειξή του με ηπιότερες ποικιλίες, όπως κάποιες ξένες ή και τις ελληνικές, ώστε να κάνουν τα κρασιά του πιο προσιτά στη νεότητά τους. Το χαρισματικό Ξινόμαυρο κατέχει δίκαια μια υψηλότατη θέση στην ιεραρχία των ελληνικών ποικιλιών. Με τη μοναδικότητα και τις επιδόσεις του υπόσχεται να προσφέρει δυνατές εμπειρίες σε κάθε πραγματικό γνώστη του κρασιού, πείθοντάς τον από την πρώτη γουλιά ότι βρίσκεται μπροστά σε κάτι σπουδαίο και ξεχωριστό.”
“Το γεγονός ότι ο Ροδίτης είναι η πλέον πολυφυτεμένη λευκή ποικιλία και παράλληλα η βάση για εκατοντάδες «απλά» και καθημερινά –ή και λιγότερο «απλά»– λευκά κρασιά, έχει οδηγήσει στο χαρακτηρισμό του ως «ταπεινή» ποικιλία. Στην πραγματικότητα όμως, ούτε λευκή ποικιλία είναι, αφού το χρώμα της φλούδας των ρωγών της είναι ερυθρωπό, ούτε «ταπεινή», εφόσον κάτω από προϋποθέσεις μπορεί να προσφέρει αξιόλογα και ιδιαίτερα κρασιά. Πολλές φορές παρουσιάζεται υδαρής και πλαδαρός, αλλά η τιθάσευση της χωρίς όρια παραγωγικότητάς του, η επιλογή ορεινών αμπελώνων, η προσεκτική οινοποίηση και η παραμονή των κρασιών για μικρά διαστήματα με τις οινολάσπες τους, είναι μερικά από τα βασικά στοιχεία, που μετατρέπουν το εν δυνάμει ασχημόπαπο σε πριγκιπόπουλο! Έτσι, οι σύγχρονοι, υψηλής ποιότητας Ροδίτες διαθέτουν καθαρά, λεμονάτα –και ανάλογα με την περιοχή, ορυκτώδη– αρώματα, ελαφρύ προς μέτριο σώμα και δροσιστική οξύτητα, στοιχεία που τους προσδίδουν «ευρωπαϊκή» στόφα και ευελιξία στο τραπέζι.Παρά την αμπελοκαλλιεργητική του κυριαρχία, παραμένει μια από τις πλέον ανεξερεύνητες ελληνικές ποικιλίες, αλλά και μια τρανή απόδειξη των δυνατοτήτων των σύγχρονων κρασιών της Ελλάδας, σε κάθε επίπεδο. Γιατί κάθε ανήσυχος οινόφιλος, που θα απολαύσει μια φιάλη κρασιού, είτε σαν απεριτίφ, είτε σαν εξαιρετικό συνοδό ορεκτικών και όχι μόνο πιάτων, όχι μόνο θα διευρύνει τους οινικούς του ορίζοντες, αλλά θα έχει πραγματοποιήσει μια εξαιρετικά «έξυπνη» αγορά, ψηφίζοντας Ροδίτη.”